υπερμικροσκόπιο

υπερμικροσκόπιο
το
είδος μικροσκοπίου με ειδικό φωτισμό που επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων μικρότερων από όσα βλέπουμε με κοινό μικροσκόπιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερμικροσκόπιο — το, Ν (οπτ.) τύπος μικροσκοπίου που χρησιμοποιεί ιδιαίτερο τρόπο φωτισμού ο οποίος επιτρέπει την παρατήρηση αντικειμένων που έχουν διαστάσεις τής τάξης τού 10 9 τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + μικροσκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • υπερμικροσκοπικός — ή, ό, Ν [υπερμικροσκόπιο] 1. αυτός που είναι μικρότερος από τον μικροσκοπικό 2. φρ. «υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί μη ορατοί με τα κοινά μικροσκόπια …   Dictionary of Greek

  • Ζιγκμόντι, Ρίχαρντ — (Richard Zsigmondy, Βιέννη 1865 – Γκέτινγκεν 1929). Αυστριακός χημικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1889 στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έγινε καθηγητής της ανόργανης χημείας, πρώτα στο πανεπιστήμιο της Ιένας και ύστερα του Γκέτινγκεν, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Τίνταλ, Τζον — (Tyndall, Λάιγκλιν Μπριτζ, Κάρλο 1820 – Χίντχεντ, Σάρεϊ 1893). Ιρλανδός φυσικός. Πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο το 1850, δίδαξε στο Βασιλικό Ίδρυμα του Λονδίνου και υπήρξε φίλος του Φαραντάι. Εκτέλεσε οπτικές έρευνες πάνω στο γαλανό του ουρανού, στη… …   Dictionary of Greek

  • υπερμικροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το υπερμικροσκόπιο, που δεν είναι ορατός με τα κοινά μικροσκόπια: Υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”